Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011


 Ο ΛΥΚΟΣ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ

“Love will find a way through paths where wolves fear to prey.”
Lord Byron

ανένα άλλο ζώο δεν έχει εμπλουτίσει τους μύθους και τις παραδόσεις των λαών όλου του κόσμου όπως ο λύκος, άλλοτε ως πνεύμα κακοποιό που το ένστικτό του συγκρούεται με τα συμφέροντα του κόσμου των ανθρώπων, ταυτισμένο με τον ίδιο τον φόβο του σκοταδιού και του αγνώστου, άλλοτε όμως και ως φωτεινό σύμβολο δύναμης, περηφάνιας και ελευθερίας...

ΛΥΚΑΥΓΕΣ

Λυκαυγή.  Ένας ουρανός που βάφεται σε όλους τους τόνους, από το ρόδινο ως το χρυσό, προαναγγέλλοντας την άφιξη του τέθριππου άρματος του Ήλιου. Λίγο πριν το χαμόγελο του αιώνια νέου θεού έλθει και πάλι να φωτίσει τον κόσμο μας, από το σκοτάδι ενός αρχαίου δάσους, ένα κοπάδι λύκων ξεπροβάλλει...














Λύκη, σημαίνει φως. Από την ίδια, την πανάρχαια ρίζα «λύκ», προέρχονται και τα λύχνος, λυκόφως, λυκαυγές αλλά και κάποια που υποδηλώνουν φωτεινότητα ή πηγή φωτός όπως τα «λευκός» και «λαμπάς» καθώς και τοπωνύμια σαν τα «Λύκαιο» και «Λυκαβηττός»... Παρομοίως, στα λατινικά lux (φως), luceo (φωτίζω), και luna (luc-na) (η Σελήνη, η φωτεινή), κι ακόμη, το φως: στα γοτθικά Liuh-ath, στα γερμανικά Licht, στα σλαβικά Luc-a και στα λιθουανικά Lauk-as.
Μια από τις προσωνυμίες του θεού του φωτός, του Απόλλωνα, ήταν Λύκειος, ο οποίος, εκτός από φωτοδότης, ήταν και ένας θεός λύκος ή προστάτης των λύκων, και αυτό ίσως γιατί αρχικά να υπήρξε μια δασική θεότητα κάποιας φυλής κυνηγών ή και βοσκών που αναγνώριζαν το άγριο θηρίο του δάσους ως ιερό, σχετιζόμενο με τον θεό ή και ενσάρκωσή του. Άλλωστε και η ύστερη πολιτισμένη Ελλάδα αναγνώριζε τον Απόλλωνα –όπως και τη δίδυμη αδελφή του την Άρτεμη– ως θεότητα που προστάτευε τα πλάσματα της άγριας φύσης, στον οποίο οι κυνηγοί έκαναν ευχαριστήριες προσφορές.
Για την καταγωγή της λατρείας του Λύκειου Απόλλωνα υπάρχει ένας μύθος που αναφέρεται στη μάχη μεταξύ ενός λύκου και ενός ταύρου, από την οποία εξαρτήθηκε το ζήτημα της κυριαρχίας της πόλης του Άργους από δύο αντιπάλους, τον Δαναό και τον Γελάνορα, όπου ο Απόλλων ζήτησε από τον Δαναό να τον λατρέψουν ως κύριο θεό αν τελικά επικρατούσε ο λύκος...
«Ομφαλό της γης» αποκαλούσαν οι αρχαίοι τους Δελφούς, την περίφημη πόλη της Φωκίδας όπου υπήρχαν τα ιερά και το μαντείο του Απόλλωνα, απ’ όπου ο θεός, χρησμοδοτώντας δια μέσου της Πυθίας και των ιερέων του, καθόριζε την τύχη όλων των Ελλήνων. Από εκεί, ο βασιλιάς της Βοιωτίας Αθάμαντας, είχε λάβει χρησμό που έλεγε ότι έπρεπε να τοποθετήσει τη νέα του πρωτεύουσα: «στον τόπο όπου κάποτε οι λύκοι τού είχαν δώσει να φάει»...
Σ’ ένα λύκο αναφερόταν και η ιστορία της ίδρυσης του ίδιου του μαντείου: εκείνον που έφερε στους Δελφούς ένα κλαδί δάφνης για να το προσφέρει ως τρόπαιο στον Απόλλωνα μετά τη θανάτωση του φοβερού δράκοντα Πύθωνα.
Ακόμα, το χάλκινο άγαλμα ενός λύκου έστεκε δίπλα στον «μεγάλο βωμό» του ναού των Δελφών, υπενθυμίζοντας σε όλους τον θρύλο που έλεγε ότι κάποτε ένας λύκος είχε κατασπαράξει τον κλέφτη που είχε αρπάξει τον θησαυρό του ναού, και ύστερα, με τα ουρλιαχτά του, ειδοποίησε τους ιερείς για να έρθουν και να πάρουν πίσω το χρυσάφι που ανήκε στον θεό...


Πάνω από τους Δελφούς, λουσμένος στο χρυσό φως του λύκου –σύμβολο της ποιητικής έμπνευσης και εικόνα του παραδείσου μιας αναγεννημένης ανθρωπότητας–  υψώνεται ο Παρνασσός:












Υάμπια, Ναυπλία, Κωρύκειον, Τιθορέα, Φαιδριάδες Πέτρες των Δελφών, Κατοπτήριος, Λυκώρεια... Δύσβατες και τον περισσότερο καιρό χιονοσκέπαστες κορφές, στοιχειωμένα νερά που κυλούν στις πλαγιές όπως οι αιώνες, κι όπου στις όχθες τους τα μέλη μιας αγέλης λύκων στέκουν για λίγο για να σβήσουν τη δίψα τους, για να συνεχίσουν ύστερα να περιδιαβαίνουν μέσα από μύθους και θρύλους αλλά και μέσα από την Ιστορία, μέσα από έλατα, από δάση πυκνά, κάτω από κλαριά που περιπλέκονται κάνοντας σκιές που κρύβουν τα ερείπια από τα αρχαία ιερά όπου κάποτε ηχούσαν ο αυλός του Πάνα και οι χαρούμενες φωνές των θρησκευτών του Διόνυσου, και ύστερα, προσεκτικά, βγαίνουν σε ξέφωτα - εκεί, στα ίδια μέρη όπου με δάχτυλα κρινένια και πιο ελαφριά κι απ’ τις αχτίδες του ήλιου, χάιδευαν τις λύρες τους  οι  σοφές και ενάρετες Μούσες, κι όπου με πέπλα αιθέρια και με ξέπλεκα μαλλιά, χορεύοντας, υμνούσαν τη Φύση και όλους τους θεούς οι Νύμφες... Ώσπου, η αγέλη, ξεπροβάλλοντας κάποτε απ’ την άχλη των μύθων, θα σταθεί ανήσυχη απ’ τον αχό και την οσμή του μπαρουτιού της Επανάστασης του '21, στα στενά περάσματα της Αράχοβας, της Άμφισσας, του Δίστομου και της Γραβιάς...


Στην ψηλότερη κορυφή του θρυλικού βουνού κατέφυγαν έντρομοι οι κάτοικοι της πόλης που έχτισε ο Παρνασσός, ο γιος της Νύμφης  Κλεοδώρας, όταν ο Υέτιος Ζεύς αποφάσισε να πνίξει με κατακλυσμό το διεφθαρμένο χάλκινο γένος των ανθρώπων. Εννιά μερόνυχτα έβρεχε ασταμάτητα και πλημμύριζε ο τόπος και οι άνθρωποι έτρεχαν να σωθούν στις κορυφές –μάταια όμως, αφού τα νερά ολοένα και ανέβαιναν, ώσπου μια φοβερή νύχτα, λίγο πριν η απελπισία τούς κάνει να παραδοθούν στη βουλή του Δία, οδηγημένοι μέσα στο σκοτάδι από ουρλιαχτά λύκων, έφτασαν στη ψηλότερη κορυφή του Παρνασσού και έτσι σώθηκαν... Γι’ αυτό αργότερα εκείνη την κορυφή την ονόμασαν Λυκώρεια, και μέχρι σήμερα τη λένε Λιάκουρα, που σήμαινε και σημαίνει: όρος των λύκων...
Εκεί, στην Λυκώρεια, στάθηκε η κιβωτός του Δευκαλίωνα, και από εκεί ξεκίνησε το νέο γένος των ανθρώπων, καθώς αυτός, μαζί με τη γυναίκα του την Πύρρα, με σκεπασμένα τα πρόσωπα, όπως τους πρόσταξε ο θεός απ’ το μαντείο των Δελφών, «έσπερναν τα κόκαλα της Γης», δηλαδή πέτρες: όπου «κάθε πέτρα που έριχνε ο Δευκαλίωνας γινόταν ένας άνδρας κι από την Πύρρα μια γυναίκα». Γι’ αυτό οι λαοί ονομάστηκαν έτσι μεταφορικά, από το «λάας», που θα πει πέτρα... Και γι’ αυτό οι διασωθέντες άνθρωποι αφιέρωσαν τον Παρνασσό στον Απόλλωνα: όχι μόνο επειδή από τον Κατοπτήριο ο θεός κατόπτευσε και σκόπευσε με τα φωτεινά του βέλη τον δράκοντα Πύθωνα,  ελευθερώνοντας από το φοβερό τέρας τους Δελφούς, αλλά και επειδή οι λύκοι του, με το σωτήριο κάλεσμά τους, έσωσαν τους ανθρώπους από τον κατακλυσμό...














Κατεβαίνοντας τον Παρνασσό και αφήνοντας πίσω την ιστορία της ίδρυσης του νέου πολιτισμού, ακολουθούμε τα χνάρια αυτής της αγέλης, τα οποία θα μας οδηγήσουν σε άλλες ιστορίες και άλλους μύθους που δεν θα  έχουν να κάνουν μόνο με την ίδρυση πόλεων και την ονοματοθεσία τόπων, αλλά και ανθρώπων και φαινομένων, ακόμα κι αστερισμών...

Στα βορειοανατολικά της Ακρόπολης των Αθηνών υψώνεται ο –κατά την αρχαιότητα, άνυδρος και γυμνός από δένδρα– κωνικός λόφος του Λυκαβηττού: το σημείο απ’ όπου «έβαινε», δηλαδή βάδιζε (προς την πόλη), η «λύκη», το φως...
Στο νότιο άκρο της Ακρόπολης υπήρχε το Λύκειο, ένα ιερό άλσος αφιερωμένο στον Απόλλωνα, το οποίο στην αρχή χρησίμευε ως γυμναστήριο ιππέων. Αργότερα όμως, ο χώρος αυτός  θα μετατραπεί σε πνευματικό γυμνάσιο: στη φημισμένη Περιπατητική Σχολή όπου, επί δεκατρία χρόνια, δίδαξε ο φιλόσοφος και εξαίρετος φυσιογνώστης Αριστοτέλης – μάλιστα, κατά την εποχή που συνέγραψε και το «Περί ζώων ιστορίαι», όπου ένα κεφάλαιο αυτού του έργου το αφιερώνει στον λύκο, στο οποίο αναφέρει και τον μύθο της γέννησης του Απόλλωνα από τη Λητώ που ο Δίας την είχε μεταμορφώσει σε λύκαινα ...
Εγγονή του Ουρανού και της Γαίας και κόρη του Τιτάνα Κοίου και της φεγγαροθεάς Φοίβης ήταν η Λητώ, για την οποία οι περισσότερες διηγήσεις ανέφεραν ότι είδε για πρώτη φορά το φως στη θρυλική χώρα των Υπερβορείων...
Λέγανε, λοιπόν, πως η Λητώ, όντας έγκυος από τον Δία, γνώρισε τις φοβερές συνέπειες της ζηλοτυπίας της Ήρας, η οποία διέταξε τον δράκοντα Πύθωνα να την καταδιώξει. Ο ηγέτης των Ολύμπιων όμως, για να τη βοηθήσει, σταδιακά, σε διάστημα δώδεκα ημερών, τη μεταμόρφωσε σε λύκαινα και με τη μορφή αυτού του ζώου εμφανίστηκε στη Δήλο όπου γέννησε τα παιδιά της, τον Απόλλωνα και την Άρτεμη – γι αυτό και oι Δήλιοι πίστευαν ότι οι πόνοι του τοκετού στις λύκαινες διαρκούσαν δώδεκα μέρες και δώδεκα νύχτες...
Άλλοι διηγούνταν ότι η Λητώ πήγε σε μια χώρα των λύκων, στη Λυκία δηλαδή της Μικράς Ασίας, στον ποταμό Ξάνθο, κοντά στα  Άραξα, όπου εκεί δείχνανε το μέρος που γεννήθηκαν τα δίδυμα – τα «δύο ουράνια φώτα», όπως τα ονομάζει μια επιγραφή.
Μια παραλλαγή αυτής της ιστορίας έλεγε ότι η Λητώ πήγε στη Λυκία μετά τη γέννηση των παιδιών της, με σκοπό να τα λούσει. Στην περιπλάνησή της κάποιοι βοσκοί τη διώξανε από την πηγή Μελίτη και κείνη τότε τους μεταμόρφωσε σε βατράχους... Όμως, ένα κοπάδι λύκων βοήθησε τη θεά οδηγώντας την  μέχρι τον ποταμό Ξάνθο κι έτσι αυτή αφιέρωσε τα νερά του ποταμού στον Απόλλωνα και ονόμασε εκείνη την πλούσια, ορεινή και δασοσκέπαστη χώρα Λυκία. Μάλιστα, στην Ιλιάδα, οι ήρωες που κατάγονταν από τη Λυκία, φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί στον Απόλλωνα και ορκίζονταν στον θεό αποκαλώντας τον Λυκηγενή, ένα επίθετο που σημαίνει είτε «γεννημένος από τη λύκαινα», είτε «γεννημένος στη Λυκία».

Όμως, τα χνάρια των λύκων δεν περνούν μόνο μέσα από τους μύθους που αναφέρονται στην περιπετειώδη γέννηση του θεού του φωτός αλλά κάποτε εμφανίζονται και σε άλλους που μιλούν για κάποιους από τους έρωτές του...






























Στο βουνό των Κενταύρων, το κατάφυτο Πήλιο, ο Απόλλωνας θα συναντήσει και θα ερωτευτεί την κόρη του σοφού Κένταυρου Χείρωνα, την Κυρήνη, ίδια στην ομορφιά, στη δύναμη και στην επιδεξιότητα στο κυνήγι με την αδελφή του την Άρτεμη. Εκεί, για να πλησιάσει και να γοητεύσει την άσπιλη Νύμφη θα πάρει μια από τις πιο απόκρυφες μορφές του: του λύκου. Από την ένωσή τους θα γεννηθεί ο Αρισταίος που οι Μούσες, μεταξύ άλλων, θα του διδάξουν και τη μαντική τέχνη και ο οποίος, όπως και ένας άλλος γιος του Απόλλωνα, ο Ασκληπιός, είχε την ικανότητα να θεραπεύει...
Ο Κρητικός ήρωας Μίλητος, ιδρυτής της περίφημης Ιωνικής πόλεως της Μιλήτου, ήταν καρπός της κρυφής σχέσης του θεού Απόλλωνα με την κόρη του Μίνωα, την Ακάλλη. Ο μύθος λέει ότι εκείνη, φοβούμενη τον πατέρα της, αφού γέννησε το παιδί, το άφησε σε ένα δάσος όπου όμως ο Απόλλωνας έστειλε λύκους για να το προστατεύσουν και μια λύκαινα για να το θηλάσει, ώσπου να το βρουν και να το πάρουν μαζί τους κάποιοι βοσκοί...

Ακολουθώντας την αγέλη που διασχίζει μύθους και Ιστορία, τώρα, θα  περιπλανηθούμε στα σύνορα της Αρκαδίας και της Μεσσηνίας, από την αριστερή όχθη του Αλφειού έως σχεδόν και τα παράλια του κόλπου της Κυπαρισσίας, στις κορυφές και στις πλαγιές του βουνού που οι ντόπιοι μέχρι και σήμερα το αποκαλούν Διαφόρτι (πέρασμα του Δία), όπου εδώ, κάτω από ένα φως που τυφλώνει, τα χνάρια των λύκων ανακατεύονται παράξενα με τα χνάρια των ανθρώπων: στο όρος Λύκαιο.

Στην υψηλότερη και χαρακτηριστικά κωνική κορυφή του Λυκαίου, την “Ιερά Κορυφή” των αρχαίων Αρκάδων (που σήμερα ονομάζεται Προφήτης Ηλίας), βρισκόταν το μυστηριώδες τέμενος του Λυκαίου Διός, στο οποίο ήταν απαγορευμένη η είσοδος στους ανθρώπους γιατί, όπως έλεγαν, οι παραβάτες  «εκεί έχαναν τη σκιά τους» και ύστερα, σε λιγότερο από ένα χρόνο, πέθαιναν! Κοντά στον βωμό του τεμένους υπήρχαν δύο κίονες πάνω στους οποίους ήταν τοποθετημένοι δύο χρυσοί αετοί που κοιτούσαν συμβολικά ο ένας προς την Ανατολή και ο άλλος προς τη Δύση. Την ώρα της ανατολής, καθώς ο ήλιος άγγιζε πρώτα τη λύκαια, τη φωτεινή κορυφή, το σχήμα των φτερών των αετών, αλληλοφωτιζόμενο, πολλαπλασίαζε το καθρέφτισμα του ήλιου που έφτανε να αντανακλάται  ως τις χαμηλότερες πλαγιές και σε απόσταση ευθείας γραμμής μέχρι και πέντε χιλιόμετρα δυτικά, όπου βρισκόταν ο ναός του Επικουρείου Απόλλωνα στις Βασσές. Εκεί, ένα άγαλμα του Απόλλωνα ήταν τοποθετημένο σε τέτοια θέση ώστε να δέχεται πρώτο την αντανάκλαση του φωτός από τους χρυσούς αετούς, σχηματίζοντας ένα λαμπρό φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι  του θεού, που οι κάτοικοι των Βασσών το θεωρούσαν ως σημάδι επικοινωνίας του Λυκαίου Διός με τον γιο του, τον Επικούρειο Απόλλωνα...
 Ιδρυτής της λατρείας του Λυκαίου Διός ήταν ο γιος του Πελασγού, ο Λυκάωνας, ο θρυλικός βασιλιάς που, με έδρα την αρχαία Λυκόσουρα, υπήρξε ο γενάρχης των αρκαδικών πόλεων και αποικιών.
Η ιστορία του Λυκάωνα και των πολυάριθμων απογόνων του είναι γεμάτη δόξα και φως – ένα φως εκτυφλωτικό που εξαλείφει κάθε σκιά, παράλληλα όμως, ένα φως που το αμύητο μάτι δεν μπορεί να αντικρίσει γιατί τυφλώνεται ή μένει να κοιτά ένα αρνητικό μετείκασμα: μια μαύρη κηλίδα στην καρδιά της πιο φωτεινής ημέρας – μια σκοτεινή πύλη που περιβάλλεται από τα ματωμένα χρώματα του λυκόφωτος...

Όμως, αυτή την πύλη θα δοκιμάσουμε να τη διαβούμε κάποια άλλη φορά,  όταν, αναζητώντας τα χνάρια των λυκανθρώπων θα ξαναβρεθούμε στο Λύκαιο, μπροστά στον βωμό που ο Λυκάωνας και οι πενήντα γιοι του μεταμορφώθηκαν σε κάποια αλλόκοτα πλάσματα που διψούσαν για αίμα...


ΛΥΚΟΦΩΣ

 Καθώς το άρμα του Ήλιου χάνεται στη δύση, ένα κόκκινο φως βάφει τον ορίζοντα.
Λίγο πριν το πέπλο της νύχτας καλύψει τον κόσμο μας, η αγέλη των λύκων επιστρέφει και χάνεται  μέσα στο σκοτεινό δάσος...

Κάποιοι από τους μύθους που αναφερόταν στη γέννηση του Απόλλωνα, τόνιζαν ότι η Λητώ μπορούσε να γεννήσει τα παιδιά της μόνο σ’ ένα μέρος που δεν το είχε δει ακόμα ο ήλιος, και αυτό, όχι μόνο γιατί έτσι το ’θελε η ζηλιάρα Ήρα, αλλά και γιατί αυτή η γέννηση έπρεπε να γίνει στο σκοτάδι, την ώρα που μόνο οι λύκοι μπορούν να βλέπουν – και ίσως γι’ αυτό λέμε την περίοδο πριν κρυφτεί ή πριν βγει ο ήλιος: λυκόφως και λυκαυγές...
Κανένας άλλος θεός δεν ενσαρκώνει με τέτοιο τρόπο τη λάμψη αλλά ταυτόχρονα και το ανεξιχνίαστο του ολύμπιου κόσμου όπως ο Απόλλων που αγαπούσε εξίσου τις χορδές της κιθάρας με τον ήχο της χορδής του τόξου και ο οποίος δεν υπήρξε μόνο θεός του κάλους, της μουσικής και του φωτός, αλλά συχνά εμφανιζόταν και ως σκοτεινός, καταστροφέας και αμείλικτος εκδικητής: Μαζί με την αδελφή του, την Άρτεμη –προστάτιδα του λύκου και αυτή– θα σκοτώσουν τα παιδιά της Νιόβης, μιας θνητής που τόλμησε να κατακρίνει τη μητέρα τους τη Φοίβη. Ακόμα, με τα ίδια του τα χέρια ο Απόλλωνας θα γδάρει ζωντανό τον Μαρσύα που... θέλησε να του παραβγεί στη μουσική!
Κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, όταν οι Αχαιοί θα προσβάλουν τον ιερέα του τον Χρύση, «σαν τη νυχτιά τη μαύρη» θα κατέβει ο Απόλλων και με τα βέλη του θα τοξεύσει το στρατόπεδό τους, σπέρνοντάς τους τον λοιμό και τον θάνατο. Και, όταν ο Αχιλλέας θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον θεό που υποστήριζε τους Τρώες, θα του φωνάξει με δύναμη ότι αυτός είναι «στην κακοσύνη ο πρώτος απ’ τους θεούς».
Αν και ένας  μύθος αναφέρει ότι κάποιος Τελχίνος Λύκος, μεταναστεύοντας από τη Ρόδο στη Μικρά Ασία, ίδρυσε κοντά στον ποταμό Ξάνθο το ναό του Λύκειου Απόλλωνα, κάποιοι άλλοι λένε ότι ο Απόλλωνας, παίρνοντας τη μορφή λύκου, έδιωξε ή εξόντωσε με φριχτό τρόπο τον αινιγματικό λαό των Τελχίνων από τη Ρόδο.
Ένοπλο, με κράνος, τόξο και δόρυ, αναπαριστούσαν οι Δωριείς τον Απόλλωνα στο λατρευτικό του άγαλμα των Αμυκλών, ίδιο με τον ετεροθαλή αδελφό του, τον θεό του πολέμου, τον Άρη. Και, ίσως να φαίνεται πιο φυσικό το γεγονός ότι κάποτε ο λύκος ταυτιζόταν και με τον Άρη: το άγριο και σαρκοβόρο ζώο με τον ματωμένο δαίμονα των μαχών. Εξάλλου, ένας από τους γιους του πολεμόχαρου θεού ήταν ο Λύκαστος, ο βασιλιάς της Αρκαδίας, που κάποιοι έλεγαν ότι ήταν ένας αιμοσταγής τύραννος που θυσίαζε στον πατέρα του όλους τους ξένους που τολμούσαν να εισβάλλουν στη χώρα του...
Έτσι, καθώς ο Άρειος ρόλος του λύκου μοιάζει να υπερτερεί του Απολλώνιου, ο λύκος, ως αιμοβόρος καταβροχθιστής, θα συμβολίζει και τον επιτηρητή της εισόδου στο βασίλειο των νεκρών καθώς το στόμα του θα σημαίνει την πύλη που οδηγεί σε ένα σπήλαιο απ’ όπου δεν υπάρχει επιστροφή...

Αΐδης, δηλαδή α-ίδωτος και αόρατος ήταν ο Πλούτωνας (Άδης), ο βασιλιάς των νεκρών, ο κυρίαρχος των υποχθόνιων και σκοτεινών λειμώνων του Ταρτάρου – μια ιδιότητα που του εξασφάλιζε το κύριο σύμβολο της εξουσίας του: η Κυνή, η περικεφαλαία του από δέρμα σκύλου που του είχαν χαρίσει οι Κύκλωπες κατά την έναρξη της Τιτανομαχίας. Όμως,  δεν ήταν λίγοι και εκείνοι που πίστευαν ότι το κράνος του Πλούτωνα ήταν από δέρμα λύκου και ότι ο Κέρβερος, ο τρομερός φύλακας στις όχθες της Στύγας, δεν ήταν ένα τέρας με τρία ή πενήντα κεφάλια σκύλων αλλά λύκων. Άλλωστε, ο σκύλος δεν είναι παρά ο... αναγραμματισμένος λύκος, και για τους αλχημιστές, τα δύο ζώα –το ένα ήμερο και φιλικό και το άλλο άγριο και εχθρικό– συμβόλιζαν τη δυαδική φύση του Ερμή (δηλαδή, του αποκαλούμενου “Φιλοσοφικού Υδραργύρου”)...
Ο ποιητής Μακρόβιος αναφέρει ένα παράξενο άγαλμα του Σέραπη, στην Αλεξάνδρεια, όπου ο χρόνος απεικονιζόταν σαν ένα τρικέφαλο τέρας: ένα κεφάλι λιονταριού ανάμεσα σε ένα κεφάλι σκύλου και ένα λύκου. Το λιοντάρι αναπαριστούσε το παρόν, ο σκύλος το μέλλον και ο λύκος το παρελθόν, ο οποίος, καθώς είναι σαρκοβόρος και καταβροχθιστής, δαγκώνει και κατατρώγει τον χρόνο που περνά, αφήνοντας πίσω του μόνο κόκαλα: τις αναμνήσεις – ένα γεγονός που όμως καθιστά τον λύκο μυητή και μυσταγωγό, αφού από το παρελθόν ανακαλούνται οι πολύτιμες εμπειρίες του ανθρώπου για να μπορεί να αντιμετωπίζει το παρόν και να βαδίζει προς το μέλλον. Αυτό το τρικέφαλο πλάσμα μάς παραπέμπει και πάλι στον Κέρβερο, τον φύλακα του Κάτω Κόσμου, που «χαιρετούσε με την ουρά του όσους εισέρχονταν στο σκοτεινό βασίλειο του Άδη» και που ήταν πάντα έτοιμος να κατασπαράξει τους ζωντανούς παρείσακτους ή τα πνεύματα των νεκρών που θα δοκίμαζαν να δραπετεύσουν – ένα τέρας που μόνο ο Ηρακλής κατόρθωσε να νικήσει, δαμάζοντας έτσι τον ίδιο τον χρόνο, καθώς τα κατορθώματα του ήρωα θα έμεναν για πάντα παρόντα στη μνήμη των μεταγενέστερων...
Ο Φλέγων, ενάμισι αιώνα μετά Χριστόν, μας περιγράφει μια άλλη συμβολική εικόνα: για έναν άνθρωπο που τον καταβρόχθισε λύκος και, μόλις το σώμα του εξαφανίστηκε μέσα στο εσωτερικό του ζώου, το κεφάλι... άρχισε να προφητεύει! Ερμηνεύοντας αυτή την παράξενη εικόνα, μπορούμε να πούμε ότι το στόμα του λύκου συμβόλιζε την πύλη του Κάτω Κόσμου, ταυτόχρονα όμως και τη μυητική είσοδο ενός νεκρομαντείου...


Τώρα, καθώς περνάμε την πύλη του λυκόφωτος, και κάτω από το ασημένιο ημίφως που αντανακλάται από το ουράνιο κάτοπτρο, βρισκόμαστε πλέον μπροστά στην εικόνα ενός λύκου που, πάνω στην κορυφή ενός λόφου, ουρλιάζει υψώνοντας το κεφάλι προς την πανσέληνο...

Για την κόρη της λύκαινας Λητούς, την Άρτεμη, ξέρουμε ότι εκτός από προστάτιδα της άγριας φύσης και των παρθένων και σκιερών δασών –και κατά συνέπεια και των λύκων– ήταν πάνω απ’ όλα μια φεγγαροθεά, συγγενική και με τη σκοτεινή Εκάτη.
Η Εκάτη, αν και δεν θεωρήθηκε ποτέ Ολύμπια θεά, από τις ιδιότητές που της προσέδιδαν, ταυτίστηκε με την κυρά του Κάτω Κόσμου, την Περσεφόνη.  Ο Δίας, «που την τιμούσε περισσότερο από τους άλλους», της παραχώρησε μερίδιο στη γη, στην ερημική θάλασσα και στον αστρόσπαρτο ουρανό – ή, καλύτερα, δεν την αποστέρησε ποτέ από αυτή την τριπλή τιμή που κατείχε ανάμεσα στους παλαιότερους θεούς, τους Τιτάνες. Αν και το όνομά της πιθανώς  να σημαίνει «η απομακρυσμένη», η Εκάτη ποτέ δεν έπαψε να είναι πλησίον των ανθρώπων, με την έννοια ότι στεκόταν πάντα μπροστά στις πόρτες των σπιτιών ως Προθυραία, άλλοτε βοηθώντας τις γυναίκες στη γέννα ή, άλλοτε, κάποιες νύχτες σκοτεινές, βασανίζοντάς τες απαίσια. Ακόμη, το ξόανο αυτής της τρισυπόστατης φεγγαροθεάς έστεκε στα σταυροδρόμια: τρεις ξύλινες μάσκες ή ένα τριπλό άγαλμα, με τρία πρόσωπα στραμμένα προς τρεις διευθύνσεις.
Οι αρχαίοι διηγούνταν πως η Εκάτη, ως κυρά του Κάτω Κόσμου, είχε νυχτερινές περιπλανήσεις με τις ψυχές των νεκρών, πάντα με τη συνοδεία αλυχτημάτων σκυλιών ή λύκων, για αυτό την ονόμαζαν και Σκύλλα ή Λύκαινα...

Όμως τώρα, κάτω απ’ τον αστρόσπαρτο ουρανό μιας καλοκαιρινής βραδιάς, ας αφουγκραστούμε τα ουρλιαχτά των λύκων που μοιάζουν να χαιρετούν κάποιον πανάρχαιο πρόγονό τους εκεί ψηλά...

Ο Λύκος (Lupus) είναι ένας μικρός αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο του ουρανού, νοτίως του Ζυγού, ανάμεσα στον Σκορπιό και τον Κένταυρο.
Γνωστός από την αρχαιότητα, ο Λύκος, αναφέρεται στη Μαθηματική Σύνταξη του Πτολεμαίου με την ονομασία Θηρίον, και από τις διάφορες αστρονομικές παραστάσεις, για παράδειγμα αυτή της «Ουρανομετρίας» του Μπάγιερ, συμπεραίνουμε ότι συμβολίζει το άγριο θηρίο που σκότωσε σε ένα από τα κυνήγια του ο δεινός θηρευτής της αρχαιότητας, ο Κένταυρος Χείρωνας.
Επίσης, τον Βοώτη, ο οποίος βρίσκεται στην προέκταση της ουράς της Μεγάλης Άρκτου, οι αρχαίοι τον ονόμαζαν και Λυκάωνα και, ίσως αξίζει να αναφέρουμε ότι, τον σχηματισμό των αστέρων β,γ,δ και μ του ίδιου αστερισμού, οι Άραβες τον αποκαλούσαν Αλντιμπά, δηλαδή Λύκαινα...


Ο ΛΥΚΟΣ ΤΩΝ ΘΡΥΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ

Ο Αίσωπος, ο φημισμένος Θράκας μυθογράφος, βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, χρησιμοποίησε αρκετές φορές τον λύκο ως πρωταγωνιστή στους έξυπνους και διδακτικούς μύθους του, από τους οποίους παραθέτουμε εδώ κάποιους χαρακτηριστικούς:
Πρώτος, αυτός που –λόγω των διεθνών πολιτικών γεγονότων, και των δήθεν «απελευθερωτικών πολέμων» που τα τελευταία χρόνια, κυνικοί ή αποχαυνωμένοι παρακολουθούμε μπροστά σε γυάλινες οθόνες– παραμένει πάντα επίκαιρος:
«Ο λύκος μια μέρα είδε ένα αρνάκι να πίνει νερό από το ποτάμι και ορέχτηκε να το φάει. Για να ρίξει όμως στάχτη στα μάτια του κόσμου, ήθελε να βρει κάποια αφορμή, που θα του έδινε τάχα δίκιο. Άρχισε λοιπόν να ζητά πρόφαση για καυγά.
_  Γιατί, του είπε, θολώνεις το νερό που πίνω;
_  Πως μπορώ να το θολώσω, αποκρίθηκε το αρνί, αφού μόλις το αγγίζω με τα χείλη μου. Κι έπειτα στέκουμε χαμηλά και το ρέμα θα περάσει πρώτα από σένα, που στέκεσαι ψηλότερα κι ύστερα θα κατέβει σε μένα.
_ Το θολώνεις και το παραθολώνεις. Εξόν όμως από αυτό ξεχνάς, ότι πέρυσι μ’ έβρισες κιόλας;
_ Πέρυσι, είπε το αρνί δειλά, μα δεν ήμουν ούτε γεννημένο.
_ Είσαι πολύ γλωσσάδικο, ξαναείπε ο λύκος κι αρπάζοντας το αρνί στα δόντια του είπε:
_ Δε θ’ αφήσω εγώ τον λύκο χωρίς φαΐ, όσο κι αν βρίσκεις εσύ απάντηση σε κάθε μου λόγο.»

Επίσης επίκαιρος και ο Αισώπειος μύθος που μας θυμίζει τα γεγονότα αυτών των ημερών, όπου ένα μεγάλο μέρος του λαού μας ζητάει να αποκαλυφθούν και επιτέλους να δικαστούν όλοι οι επίορκοι πολιτικοί, δηλαδή όλοι εκείνοι οι αδηφάγοι λύκοι που κυβερνούσαν τη χώρα μας μεταμφιεσμένοι σε πρόβατα ή και σε ποιμενάρχες:
«Ένας λύκος πήγαινε πίσω από ένα κοπάδι πρόβατα, χωρίς να τα πειράζει. Ο τσοπάνης στην αρχή τον εφοβότανε και φυλαγόταν από αυτόν, ύστερα όμως, βλέποντας πως ο λύκος δεν πείραζε ποτέ του πρόβατο, ξεθαρρεύτηκε και τον είχε πιότερο για φύλακα παρά για οχτρό.
Και μια μέρα, που είχε δουλειά να πάει στην πολιτεία, άφησε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα και έφυγε.
Ο λύκος τότε βρήκε καιρό κι έπεσε στο κοπάδι και ξέσκισε τα περισσότερα πρόβατα.
Απάνω σ’ αυτό, να παρουσιάζεται και ο τσοπάνης, που μόλις είδε τι γινότανε άρχισε να τραβάει τα μαλλιά του και να φωνάζει:
_ Συμφορά που την έπαθα! Ως τόσο την έπαθα δίκαια, γιατί ‘μπιστεύτηκα τα πρόβατα σε λύκο.»

Όμως, ο Αίσωπος, που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το είχε περάσει ως σκλάβος, δεν έβλεπε τον λύκο μόνο ως σύμβολο άδικης δύναμης ή πονηριάς, αλλά και –ίσως όπως του άξιζε περισσότερο– ως σύμβολο περηφάνιας και ελευθερίας:
«Ένας λύκος απάντησε στον δρόμο του έναν τετράπαχο σκύλο και τόνε ερώτησε:
_ Δε μου λες, ξάδερφε, πού καλοπερνάς και έκαμες τέτοια πάχητα;
Ο σκύλος του αποκρίθηκε:
_ Ένας πλούσιος και ανοιχτοχέρης με έχει σπίτι του και με καλοτρέφει.
Και ο λύκος του είπε πάλι:
_ Και δε μου λες, γιατί ο λαιμός σου φαγώθηκε έτσι και άσπρισε;
_ Τρίφτηκε, του είπε ο σκύλος, από το λουρί που μου πέρασε στον λαιμό το αφεντικό.
Τότε ο λύκος ξεκαρδίστηκε στα γέλια και του αποκρίθηκε:
_ Εγώ στέλνω κατ’ ανέμου τέτοια καλοπέραση, που για να την αποχτήσω πρέπει να με τραβούν από τον λαιμό».


Μια στιχομυθία, που μοιάζει σαν απομεινάρι κάποιας αρχαίας τελετής που μυούσε στην ιδέα του κινδύνου και του θανάτου, διασώζονταν μέχρι πρόσφατα μέσα από το τραγούδι, τις χαρούμενες φωνές και τα τρεξίματα ενός παιδικού παιχνιδιού:
_ Περπατώ, περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος δεν είναι ‘δω. Λύκε, λύκε είσαι ‘δω;
_ Παίρνω την μαγκούρα μου και σας κυνηγώ!
Όμως, όπως κάθε παιχνίδι, καθώς σουρούπωνε και το λυκόφως προειδοποιούσε για τον ερχομό της νύχτας, οι μανάδες συνήθιζαν να το διακόπτουν με τις δικές τους ανήσυχες φωνές, καλώντας τα παιδιά στα σπίτια τους...
«Αν δεν είσαι καλό παιδί θα σε πάρει (θα σε φάει) ο λύκος!», έλεγαν οι γονείς για να φοβίσουν τα άτακτα παιδιά τους. Το περίεργο είναι ότι αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα, κάνοντας τα μικρά παιδιά να φοβούνται ένα ζώο που πολλές φορές δεν γνωρίζουν ούτε καν τη μορφή του, δηλαδή πριν καν δουν την εικόνα του –που αλλού;– στην οθόνη της τηλεόρασης ή στις σελίδες κάποιου βιβλίου.













Στα περισσότερα παραμύθια ο λύκος παρουσιάζεται σαν ένα πανούργο πλάσμα που είτε θα προσπαθήσει να παραπλανήσει και να κατασπαράξει κάποια παιδιά ή μικρά ζώα που η μητέρα τους αναγκάστηκε να αφήσει για λίγο μόνα τους ή να αρπάξει κάποια άλλα που δεν προνόησαν να... χτίσουν ένα γερό σπιτάκι από τούβλα και λάσπη για να προφυλαχτούν από αυτόν. Σ' αυτές τις ιστορίες, καταλυτική είναι βέβαια και η παρουσία του «καλού κυνηγού», που με το όπλο του θα σκοτώσει τον «κακό λύκο», και ανοίγοντας την κοιλιά του τέρατος θα ελευθερώσει τα ζωντανά ακόμη (!) θύματά του...  
Όμως, ένα λαϊκό ανέκδοτο έρχεται να διασκεδάσει την προκατάληψη απέναντι στον λύκο:
 «Κάποτε, κάποιοι χωρικοί, έπιασαν ζωντανό έναν λύκο και αφού τον έφεραν γύρω απ’ όλο το χωριό δεμένο με αλυσίδες τον πήγαν στην πλατεία του χωριού για… να τον δικάσουν για τις ζημιές που είχε κάνει.
Ανάμεσα σε αυτούς που φώναζαν ήταν και ένας σιδεράς ο οποίος δεν είχε ούτε μισό ζωντανό. Ο λύκος δεν μιλούσε καθόλου όταν τον κατηγορούσαν οι άλλοι για τις ζημιές που είχε κάνει. Όταν άκουσε όμως και τον σιδερά, γυρίζει και του φωνάζει:
_ Καλά μωρέ σιδερά, σε όλον τον κόσμο έχω κάνει ζημιές. Εσένα όμως τι σου έκανα; Το αμόνι σου έφαγα;»
Μέχρι και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, σε πολλά μέρη της Ελλάδας, τα παιδιά που ζούσαν σε μικρά χωριά και οικισμούς της επαρχίας, προκειμένου να πάνε στο σχολείο, που συνήθως βρισκόταν στην κωμόπολη της περιοχής, αναγκάζονταν να διανύουν μόνα τους αποστάσεις χιλιομέτρων.
Εκείνη την εποχή, ο κίνδυνος του συναπαντήματος των παιδιών με το άγριο ζώο ήταν πάντοτε πιθανός. Έτσι, οι γονείς που, λόγω των επιτακτικών γεωργικών ή κτηνοτροφικών εργασιών τους, συνήθως δεν μπορούσαν να συνοδεύσουν τα παιδιά τους, έπρεπε τουλάχιστον να τους δώσουν κάποιες συμβουλές. Εδώ, σημειώνουμε ίσως την πιο εντυπωσιακή από αυτές:
«Αν δείτε λύκο, μην τρέξετε, καθίστε ακίνητοι και κοιτάξτε τον στα μάτια». Και όταν τα παιδιά, απορημένα, ρωτούσαν γιατί να το κάνουν αυτό, τους απαντούσαν:  «Γιατί αν τον κοιτάξεις στα μάτια, ο λύκος ντρέπεται και φεύγει»!

Ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Στέφανος Γρανίτσας, στο φυσιολατρικό – φυσιογνωστικό του έργο  Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου (1921), διασώζει μια λαϊκή παράδοση που αναφέρεται στον λύκο:
«Άμα ο Χριστός έπλασε τα πρόβατα και βγήκε στα βουνά να τα βοσκήση, τόσο χάρηκεν η ψυχή του, που έκοψε ένα ξύλο, το έφκιασε μια μεγάλη φλογέρα και άρχισε να λαλεί. Άκουσε ο Σατανάς τα λαλήματα και τα βελάσματα, πήγε κοντά, είδε τα πρόβατα και μαύρισε η ψυχή του.
­­­_ Τι παράμορφα πλάσματα είναι τούτα που ‘καμε ο Χριστός! Είπε. Κι ο νους του πήγε πώς να του τα χαλάση.
Παραμέρισε το λόγγο, έκοψε μια αγριαπιδιά κι άρχισε να φκιάνει το λύκο. Γι αυτό που είναι φκιασμένο από αγριαπιδιά, δεν λυγίζει αυτό το πλάσμα του Σατανά. Μα άμα τον απόφκιασε το λύκο και πήγε να τον στήσει, είδε πως δεν μπορούσε να σταθεί στα ποδάρια του το έργο του. Αφού είδε και απόειδε πως δεν θα στυλώσει το λύκο, πήγε στο Χριστό, γονάτισε μπροστά του και είπε:
­_ Αφέντη, θέλησα κι εγώ να κάμω ένα πλάσμα σαν τα δικά σου, μα γιατί δεν στέκει στα πόδια του; Αξίωσέ με να το ιδώ όρθιο και θα προσκυνήσω τ’ όνομά σου.
Ο Χριστός του είπε:
­­_ Πήγαινε να του φωνάξης: Σήκω έργο μου και κάμε ό,τι πρόσταξε ο Χριστός.
Ο Σατανάς γνοιάστηκε.
_ Κι αν το πρόσταξε ο Χριστός να με φάη; Είπε.
Πήγε γρήγορα, έκανε ένα λάκκο κοντά στο λύκο, κρύφτηκε μέσα κι αφήνοντας έξω το ένα του ποδάρι μόνο φώναξε:
_ Σήκω έργο μου και κάνε ό,τι πρόσταξε ο Χριστός.
Ο λύκος πήδησεν επάνω, άρπαξε το ποδάρι του Σατανά και το έφαγε. Γι αυτό λένε ότι ο αρχιδαίμονας είναι κουτσός»...
Ο ίδιος συγγραφέας συνεχίζει:
«Επειδή (ο λύκος) γνωρίζει ότι η οσμή του χτυπά τα προβατόσκυλα, άμα πηγαίνει στη στάνη βαδίζει από το μέρος που έχει αντίθετο αέρα. Αν έχει ρέμα χώνει το ρύγχος του στο νερό. Αν είναι μέρα ποτέ δεν βαδίζει σε γυμνό τόπο. Προτιμά πάντοτε τ’ απόσκια, για να μη διακρίνεται εύκολα. Αν είναι συμμορία χωρίζονται εις δυο μπουλούκια. Οι μεν πηγαίνουν από το μέρος που φυσά, ώστε να τους αντιληφτούν τα σκυλιά και να τους πάρουν από κοντά. Άμα κατ’ αυτόν τον τρόπον απομακρυνθούν τα σκυλιά, ορμούν οι άλλοι στο κοπάδι και σφάζουν. Πόσα;
Πιστεύουν, ότι άμα μπη στο κοπάδι σφάζει κάθε λύκος ως 99. Άμα φθάσει τα 100 λέγουν ότι σκάζει. Η αλήθεια είναι ότι ένας λύκος σφάζει όσα προφτάσει. Να χορτάσει δεν υπάρχει φόβος. Μήπως τρώγει κρέας; Ανοίγει μόνο μια φλέβα στο λαιμό και πίνει το αίμα. »...




















.............................

Άγριο πνεύμα που μοιάζει να καραδοκεί στα σύνορα ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και την αδάμαστη φύση, ο λύκος, που η μυθολογία μας κάποτε τον αναφέρει και ως γιο του πυρφόρου και φωτοδότη Προμηθέα και της Κελαινούς (που το όνομά της σημαίνει «η σκοτεινή»), ήταν πάντοτε ένα σύμβολο δισθενές που άλλοτε παρουσιάζεται ως σωτήριο, ζωογόνο και φωτεινό και άλλοτε ταυτίζεται με το απόλυτο κακό, τον θάνατο και το σκοτάδι.
Ακολουθώντας τα ‘χνάρια του μέσα από μύθους και θρύλους, συνειδητοποιούμε ότι αυτό το ανυπότακτο ζώο, στην ουσία, ήταν πάντοτε το σύμβολο μιας πύλης, ή, καλύτερα, μιας μυητικής διαδικασίας: αυτής του περάσματος από το φως στο σκοτάδι και μετά, αντιστρόφως, της αναγέννησης και της επιστροφής από το σκοτάδι στο φως...
Έτσι, ακόμα κι αν, λόγω της αλόγιστης παρέμβασης του ανθρώπου στη φύση, ο λύκος ως ζώο αφανιστεί,  μέσα από τις παραδόσεις, ως σύμβολο θα είναι πάντοτε ζωντανός: ο αγέρωχος φύλακας που θα στέκει στο μεταίχμιο ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, στο λυκόφως ή στο λυκαυγές...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου